συμποσιακός

συμποσιακός
συμποσι-ακός, ή, όν,
A of or fit for a drinking-party, convivial,

λόγοι Id.89.46

; τὰ ς. distinguished from τὰ συμποτικά by Plu.2.629e.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμποσιακός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποσιακός — ή, ό / συμποσιακός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει στο συμπόσιο και στους συμποσιαστές («λόγους συμποσιακούς», Πλούτ.). επίρρ... συμποσιακῶς Α όπως ταιριάζει σε συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπόσιον + κατάλ. ακός (πρβλ. ἰχθυ ακός)] …   Dictionary of Greek

  • συμποσιακά — συμποσιακός of neut nom/voc/acc pl συμποσιακά̱ , συμποσιακός of fem nom/voc/acc dual συμποσιακά̱ , συμποσιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποσιακῶν — συμποσιακός of fem gen pl συμποσιακός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποσιακόν — συμποσιακός of masc acc sg συμποσιακός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποσιακαί — συμποσιακός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποσιακοῖς — συμποσιακός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποσιακοί — συμποσιακός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποσιακούς — συμποσιακός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποσιακῆς — συμποσιακός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποσιακή — συμποσιακός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”